Η Θέα από τα Μισά της Διαδρομής
Οδηγούσε προσεκτικά, παρόλο που ήταν μόνος στον δρόμο. Τέντωσε το
χέρι του μηχανικά, για να ανοίξει το ραδιόφωνο, όμως, σχεδόν
αντανακλαστικά, κοντοστάθηκε για μια στιγμή. Πριν από λίγο ήταν στο
σπίτι του και είδε τις ειδήσεις, έτσι δεν είναι; Ίσως να ήταν αρκετά για
σήμερα. Εξάλλου, αμφέβαλλε πως υπήρχε κάποια είδηση που να μην
είχε ήδη μάθει εκείνη την ημέρα. Καταστροφικοί τυφώνες, το κλίμα
χειροτερεύει, το χρηματιστήριο είναι στα πρόθυρα της κατάρρευσης,
νέες δολοφονίες, νέοι παιδόφιλοι, νέα διαφθορά, λιγότερα δικαιώματα.
Γιατί να ανοίξει το ραδιόφωνο λοιπόν;
Μετά από μερικά λεπτά που άφησε το χέρι του πάνω από το κουμπί
του ραδιοφώνου, αποφάσισε να το ανοίξει, κυρίως, επειδή χρειαζόταν
κάτι να τον αποσπάσει από την πίεση που ένιωθε στο στήθος του, τον
d
κόμπο στο στομάχι του, και, γενικότερα, όλη τη δυσφορία που
περνούσε.
Ανοίγοντας το ραδιόφωνο, ήταν σαν να είχε ανοίξει το κουτί της
Πανδώρας. Αναφορές γινόντουσαν για κάποια από τα πιο έσχατα
εγκλήματα που είχε ακούσει μέχρι τότε, για νέους καταπιεστικούς
νόμους και πυρηνικές απειλές. Κι όμως, ασυνείδητα του πέρασε και η
πίεση στο στήθος, και ο κόμπος στο στομάχι, το σώμα του φαινόταν να
επανέρχεται σε μια κατάσταση ηρεμίας. Πράγματι, το ραδιόφωνο πήρε
τη σκέψη του μακριά και η δυσφορία πέρασε από μόνη της.
Έφτανε σχεδόν στον προορισμό του, το σήμα άρχισε να χάνεται από τη
συσκευή. Μέσα στη σιωπή, το μυαλό του μπήκε πάλι σε σκέψεις, για
αυτό που θα έκανε μόλις έφτανε. Έφυγε από τη ληθαργική του
κατάσταση και για μια στιγμή συγκεντρώθηκε σε αυτό που μόλις είχε
γίνει.
Η συνειδητοποίηση του ήρθε ξαφνικά, σαν αναλαμπή. Μόνο αυτό είχε,
πλέον, απομείνει από τον εαυτό του; Όλοι του οι πόνοι, εξαφανίζονται
ακούγοντας για αύξηση σε κάθε είδους βίαιο έγκλημα. Άκουγε
αναλύσεις πρόσφατων περιπτώσεων βιασμών, ενδοοικογενειακής βίας,
πόλεμος μεταξύ συμμοριών και μεταξύ κρατών, και αυτός χαλάρωνε;
Σκέφτηκε τον εαυτό του, αποφάσισε ότι δεν του είχε μείνει τίποτα
ανθρώπινο. Ούτε συμπόνια, ούτε ελπίδα, αγάπη, χαρά, ενθουσιασμός,
ελευθερία, ζωή. Πλέον, είχε στερηθεί ακόμη και το συναίσθημα του
φόβου, της φρίκης και της απελπισίας.
Είδε τον προορισμό του και βγήκε από το αμάξι, ήταν σούρουπο, ο
ήλιος έλαμπε τις τελευταίες του ηλιαχτίδες, πριν σβήσει μέχρι την αυγή.
Είχε ελαφρύ άνεμο. Στάθηκε στην άκρη της γέφυρας, κοιτώντας την
απόστασή του από το έδαφος, ήταν σίγουρα αρκετή. Ένιωσε ένα ρίγος
να τον διαπερνά, κρύωνε αφόρητα, όμως δεν το άφησε να τον
αποτρέψει από αυτό που σκόπευε να κάνει. Έτσι κι αλλιώς, δεν είχε
σημασία, όχι για πολύ ακόμη.
Το σκέφτηκε άλλη μία φορά. Προσπάθησε να σκεφτεί έναν λόγο, για να
μην πηδήξει, όχι πως δεν το είχε ήδη κάνει πολλές φορές, αλλά ίσως
εκείνη τη φορά κάτι να άλλαζε. Βασικά, τώρα που το ξανασκέφτηκε,
είχε περισσότερους λόγους να το κάνει. Δεν είχε κανένα ίχνος
περιουσίας, μόνο τα απολύτως βασικά, και σίγουρα με την τάση της
οικονομίας αυτά θα μειώνονταν, έως ότου να μείνει πλήρως άπορος. Οι
φίλοι του ήταν επιφανειακοί. Ο κόσμος φαινόταν να πηγαίνει κατά
διαόλου και τώρα είχε χάσει και την ανθρωπιά του, ολοκληρωτικά
αλλοτριωμένος.
Οπότε, πήρε μια βαθιά ανάσα και πήδηξε, μόνο μερικά δευτερόλεπτα
μετά ένιωσε δισταγμό για αυτό που μόλις έκανε. Ο αέρας που φυσούσε
επάνω του σαν πελώρια κύματα, τον έκανε να νιώθει ελεύθερος, να
θέλει κι άλλο, διψασμένος για ζωή. Και το ηλιοβασίλεμα, ειδικά το
ηλιοβασίλεμα, έμοιαζε τόσο συγκινητικό από αυτό το ύψος, πώς δεν το
είχε προσέξει πιο πριν; Όσο άρχιζαν να απελευθερώνονται τα
συναισθήματα από μέσα του, μετάνιωσε πικρά που πήδηξε,
κατηγόρησε την ηττοπάθειά του. Γιατί; Γιατί επέτρεψε τον εαυτό του να
μείνει κενός από ελπίδα και αισιοδοξία; Γιατί βιάστηκε να αποδεχθεί
την καταδίκη του αύριο, πριν προσπαθήσει να το αλλάξει σήμερα; Γιατί
ανάγκασε τον εαυτό του να πηδήξει από αυτή τη γέφυρα πριν από
μόλις λίγες στιγμές; Γιατί κράτησε τα μάτια του ανοιχτά τώρα, ενώ τόσο
καιρό αρνούνταν να δει την αλήθεια; Μόνο αυτό χρειαζόταν, μία γεύση
ελπίδας, ελευθερίας, ζωντάνιας, για να δει πέρα από τις κουρτίνες της
απαισιοδοξίας και της απάθειάς του. Σε λίγα δευτερόλεπτα θα έφτανε
το τέλος. Προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του ότι αυτό ήταν
προτιμότερο, όμως, γνώριζε ότι έλεγε ψέματα. Επειδή η ζωή είναι σαν
το χρήμα, με μία μικρή γεύση, θέλεις να το έχεις όλο. Μακάρι να
συνειδητοποιούσε νωρίτερα, πόσο φτωχός ήταν, και να μπορέσει να
απολαύσει τα νέα του πλούτη, για περισσότερο από μερικά
δευτερόλεπτα.
Αμοιρίδης Παναγιώτης
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου