Σμύρνη, μια πατρίδα που ποτέ δεν θα λησμονηθεί.
Ο προπάππους σας γεννήθηκε στην ομορφότερη πόλη του
κόσμου, είπα στα εγγόνια μου που είχαν μαζευτεί γύρω μου να
μάθουν την ιστορία των προγόνων τους με αφορμή την εκδήλωση
στο σχολείο τους για τα 100 χρόνια από την Μικρασιατική
καταστροφή. Είχα αποφασίσει να τους αφηγηθώ την ζωή και μετά
αλλά και πριν. Πριν την καταστροφή που τα άλλαξε όλα ριζικά. Θα
τους τα έλεγα όλα όπως ακριβώς μου τα αφηγήθηκε ο μπαμπάς μου.
Μια υπέροχη παιδική ηλικία που τελείωσε απότομα με τον χειρότερο
τρόπο. Παππού, με διέκοψε από τις σκέψεις ο εγγονός μου, έχει
περάσει ένας ολόκληρος αιώνας από τότε. Πώς ήταν η ζωή τους τότε;
Πώς περνούσε την μέρα του ο πατέρας σου; Έπαιζε και αυτός όπως
εμείς;
Βολεύτηκα καλύτερα στην πολυθρόνα μου και τους κοίταξα όλους
που με κοιτούσαν στα μάτια με μεγάλη προσοχή. Για να καταλάβετε
καλύτερα πόσο επηρεάστηκε η ζωή όλων, πρέπει πρώτα να μάθετε
πως ήταν η ζωή πριν. Η καθημερινότητα δεν ήταν ποτέ ίδια. Ο
προπάππους σας, ο Χριστόφορος, η αδερφή του, οι γονείς τους και ο
πάππους του ο Φαίδων, ζούσαν σε ένα πανέμορφο σπίτι με μεγάλο
κήπο. Το σπίτι ήταν το καλύτερο της γειτονιάς - η γειτονιά είχε να το
λέει - και σε αυτό ζούσαν όλοι μαζί ευτυχισμένοι. Τον θυμάμαι να λέει
πως ξυπνούσαν τα πρωινά του καλοκαιριού και έτρωγαν βιαστικά το
ψωμί με βούτυρο που τους είχε ετοιμάσει η κυρά Μαριγώ για να
βγουν έξω για παιχνίδι. Η κυρά Μαριγώ τους μαγείρευε και τους
καθάριζε. Φρόντιζε την οικογένεια τους από τότε που ο προπάππους
σας, ο Γιώργης ήταν έφηβος και την αγαπούσανε πολύ. Ήταν και αυτή
μέλος της οικογένειας τους. Και όχι μόνο αυτή. Και με τους φίλους
τους ήταν μια οικογένεια.
Ο προπάππους σας, ο Χριστόφορος, η αδερφή του η Κατερίνα που
ήταν μικρότερη ένα χρόνο, ο Αλέξης, ο Αναστάσης και η αδερφή του
η Ελένη. Η μητέρα του Αναστάση και της Ελένης ήταν
Γαλλοαμερικανίδα, μιλούσε με προφορά και πάντα ήταν
καλοντυμένη και είχε τα μαλλιά της περιποιημένα. Ο Αλέξης πάντα
την παρίστανε και τους έκανε να ξεκαρδίζονται στα γέλια. Αλλά και η
Ελένη ήταν και αυτή πάντοτε κουκλίστικη. Κάθε μέρα και ένα
διαφορετικό φόρεμα και φυσικά από τα καλύτερα υφάσματα της
Γαλλίας με ασορτί καπέλο. Ο αδερφός της πάντα την πρόσεχε, όντας
μεγαλύτερος. όπως όλοι τους, μιας που ήταν το μικρότερο μέλος.
Ήταν ο πιο σοβαρός και θύμιζε σε πολλά τον πατέρα του. Μάλιστα
ήθελε να γίνει γιατρός όπως και αυτός. Από την άλλη ο Αλέξης ήταν
πάντα ο πιο αστείος, ο πιο σκανταλιάρης. Τους ξεσήκωνε και ζούσαν
φοβερές περιπέτειες. Οι γονείς του είχαν χαθεί σε μια μεγάλη
πυρκαγιά όταν ήταν μόλις τεσσάρων και ουσιαστικά τον μεγάλωσε η
γιαγιά του η Φιλιώ. Αχ, πόσο την λάτρευε. Όλα τα παιδιά την
αγαπούσανε. Και τρελαίνονταν να πηγαίνουν και να τρώνε το γλυκό
του κουταλιού της και την σπιτική της λεμονάδα. Η Κατερίνα και η
Ελενίτσα πάντα χώνονταν στην αγκαλιά της και χάνονταν στην μακριά
της φούστα. Τα απογεύματα μαζεύονταν στην αυλή της εκκλησίας και
ο παπα Λάμπρος τους έλεγε ιστορίες και τους κερνούσε λουκούμια.
Αυτή ήταν η κύρια παρέα και έτσι περνούσαν τις μέρες τους.
Ξέγνοιαστα και με πολύ παιχνίδι. Ωστόσο, πολλές φορές έρχονταν
παιδιά και από άλλους μαχαλάδες. Δεν ζούσαν μόνο οι Έλληνες εκεί,
αλλά και Τούρκοι και Αρμένιοι και Φράγκοι και Εβραίοι. Δεν τους
ένοιαζαν που ήταν διαφορετικοί στην καταγωγή. Το μόνο που τους
ενδιέφερε ήταν το παιχνίδι. Όλα αυτά τα λέω για να δείτε πως ήταν
ανέμελοι και δεν τους ένοιαζε ούτε οι πολιτικές καταστάσεις, ούτε οι
πόλεμοι και φυσικά δεν περιμέναν και δεν φαντάζονταν τι επρόκειτο
να συμβεί.
Όταν έφτασαν οι πρώτες φήμες στην πόλη πως ο Ελληνικός
στρατός θα ερχόταν στη Σμύρνη, ήταν πρωτομαγιά του 1919. Ο
παππούς τους τόνισε να ντυθούν γιορτινά. Υπήρχε πολύς κόσμος εκεί
και τα χαμόγελα όλων έκαναν τον ενθουσιασμό των παιδιών
μεγαλύτερο. Μετά από λίγα χρόνια όλα θα άλλαζαν..
18 Ιουλίου 1922
Ήταν μια ζεστή μέρα του καλοκαιριού και ο μικρός Χριστόφορος
είχε γενέθλια. Έκλεινε τα οκτώ. Αποφάσισαν να πάνε για πικ νικ στο
Κορδελιό, ένα από τα ομορφότερα προάστια. Τα κορίτσια ετοίμασαν
τα καλάθια με το φαγητό και τα αγόρια τα ποδήλατα. Θα
σταματούσαν και για μπάνιο να δροσιστούν. Αξέχαστη μένει εκείνη η
ανεμελιά. Ο φρέσκος αέρας της εξοχής, ο καυτός ήλιος που χτυπούσε
τα πρόσωπα τους, οι κόκκινες κορδέλες στα καστανά μαλλιά της
Κατερίνας που ανέμιζαν και έδιναν έναν γιορτινό αέρα στην μέρα
αυτή, η λαχτάρα τους να φάνε μετά από τόσο παιχνίδι. Είχαν πάρει
μαζί τους φρέσκο ψωμί, ντομάτες, αγγουράκια, τυρί, ελιές,
πεντανόστιμο γλυκό του κουταλιού, και πολλά φρούτα. Έναν μήνα
μετά θα αναγκαζόντουσαν να ωριμάσουν απότομα.
Μόλις γύρισαν σπίτι, ήταν εκεί μαζεμένοι όλοι οι μεγάλοι και
συζητούσαν ανήσυχοι. Δεν κατάφεραν να ακούσουν και πολλά, αφού
άρχισαν να μιλάνε χαμηλόφωνα μόλις κατάλαβαν ότι ήρθαν.
Άκουσαν κάτι για πόλεμο, για εξελίξεις στην Ελλάδα. Ο γιατρός
ανησυχούσε πως θα έπρεπε να αφήσουν τα σπίτια τους. Η κυρία Ζωή
ζητούσε με την γνωστή προφορά της, απεγνωσμένα από τον σύζυγό
της να αφήσει τα παιδιά να πάνε να μείνουν για λίγο καιρό στην
αδερφή της στην Θεσσαλονίκη μέχρι να ηρεμήσουν λίγο τα
πράγματα. Αυτός ήταν ανένδοτος. Η Ελένη ήταν έτοιμη να βάλει τα
κλάματα με όσα άκουγε και έκλαιγε σιγά ώστε να μην την ακούσουν
οι μεγάλοι πως δεν θέλει να αφήσει ούτε τις κούκλες της, ούτε τα
παιχνίδια της, ούτε τα φορέματα της. Ο αδερφός της την πήρε
αγκαλιά και την παρηγόρησε. Μα γίνεται να αφήσουμε το σπίτι μας
τώρα που έρχεται η ξαδέρφη να μείνει μαζί μας; της είπε χαϊδεύοντάς
της τα μαλλιά. Και πράγματι στη σκέψη της μεγαλύτερης ξαδέρφης
τους, της Κωνσταντίνας και σύντομα θα τους επισκέπτονταν για να
τους δει και να ξεκουραστεί πριν από τον γάμο της, ησύχασε.
Τέλη Αυγούστου 1922
Τα πράγματα όλο και χειροτέρευαν. Κανείς δεν μπορούσε να
σταματήσει να σκέφτεται πως ίσως τελικά η κυρία Ζωή είχε δίκιο.
Μήπως είχε προαίσθημα για όσα αναμενόταν να συμβούν; Ο
παππούς Φαίδων έλεγε πως οι γυναίκες και ειδικότερα οι μητέρες τα
αισθάνονται αυτά. Το βράδυ δεν μπορούσαν να κοιμηθούνε όχι μόνο
γιατί δεν ήξεραν τι τους ξημερώνει, αλλά και από τους ήχους του
πολέμου. Ο πόλεμος δεν ήταν κάτι φανταστικό πια που ακούγανε στα
παραμύθια, μα κάτι τέρμα για τέρμα αληθινό που συνέβαινε τώρα.
Όλα τα παιδιά έμειναν ξάγρυπνα και κλαίγοντας με λυγμούς,
προσεύχονταν στην Παναγία.
Όταν φάνηκε ο ήλιος, όλα έγιναν τόσο γρήγορα. Οι μητέρες
μάζεψαν σε μπόγους χρυσαφικά και λιγοστά πράγματα. Άφησαν τα
παιδιά στην κυρά Μαριγώ, στην κυρά Φιλιώ και στον παππού
Φαίδων να πάνε στην εκκλησία να τους περιμένουν και αυτοί πήγαν
να βγάλουν τα χαρτιά που χρειάζονταν για να επιβιβαστούν σε
κάποια βάρκα. Ο δρόμος μέχρι την εκκλησία ξεπερνούσε κάθε
φαντασία. Η Κωνσταντίνα, η ξαδέρφη των φίλων τους, η οποία δεν
πρόλαβε να φύγει πριν ξεκινήσει το κακό και τώρα ήταν και αυτή μαζί
με τα υπόλοιπα παιδιά, πήρε την Ελένη αγκαλιά και της έκλεισε τα
μάτια για να μην βλέπει αυτές τις απάνθρωπες εικόνες. Εικόνες που
κανείς δεν θα έπρεπε να δει ποτέ, πόσο μάλλον ένα παιδί. Έτρεχαν
βιαστικά και κοιτούσαν τριγύρω πανικόβλητοι. Περνούσαν διπλά από
πτώματα, τα παπούτσια τους είχαν γεμίσει με αίματα, όπως και οι
άκρες από τις φούστες των γυναικών. Ο Αλέξης σκόνταψε στο πόδι
μιας ετοιμοθάνατης γυναίκας. Όταν την αντίκρυσε έντρομος
συνειδητοποίησε πως η γυναίκα κρατούσε μωρό στην αγκαλιά της
και έκλαιγε γοερά. Ο παππούς γονάτισε να δει αν είναι καλά. Η
γυναίκα του ζητούσε να πάρει μαζί του το μωρό προκειμένου να ζήσει
αυτό και προσπάθησε να το φέρει προς το μέρος του. Πριν προλάβει
ο παππούς να πει κάτι, η γυναίκα ξεψύχησε. Βήματα βαριά και
πυροβολισμοί ακούστηκαν. Η κυρά Φιλιώ αντέδρασε αστραπιαία.
Πήρε το μωρό στην αγκαλιά της και τους φώναξε να τρέξουνε στην
εκκλησία όταν τους είδε μαρμαρωμένους.
Η εκκλησία ήταν ασφυκτικά γεμάτη. Μάλλον δεν είμαστε οι μόνοι
που σκεφτήκαμε πως η εκκλησία θα ήταν το καλύτερο καταφύγιο,
εκφράστηκε φωναχτά ο Αναστάσης. Παντού υπήρχαν γυναικόπαιδα
που συζητούσαν ανήσυχα και τα κλάματα γέμιζαν τον χώρο. Κάθισαν
στο πάτωμα ο ένας δίπλα από τον άλλον. Το μωρό ηρέμησε και
αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του παπά Λάμπρου που συνάντησαν
εκεί και του εξήγησαν τι συνέβη. Έμειναν εκεί για ώρες εξαντλημένοι,
πεινασμένοι και αγωνιούσαν να δουν τους δικούς τους. Πότε θα
έρθουν οι γονείς μας; Θα μας σκοτώσουν; Το μωρό θα ζήσει μαζί μας;
Σε ποιο καράβι θα μπούμε; Θα είμαστε όλοι μαζί; Πού θα ζήσουμε
στην Ελλάδα; Τι μας περιμένει εκεί; Θα επιστρέψουμε στα σπίτια μας;
ρωτούσαν τα παιδιά διακόπτοντας το ένα το άλλο. Κανείς δεν είχε τις
απαντήσεις. Και τα ερωτήματα ήταν πολλά περισσότερα από αυτά. Ο
παππούς είπε να έχουνε εμπιστοσύνη στο Θεό και τους πήρε στην
αγκαλιά του.
Η επόμενη μέρα
Ο ήλιος της ανατολής που έμπαινε μέσα από τα παράθυρα της
εκκλησίας, τους ξύπνησε όλους. Οι γονείς δεν είχαν φανεί ακόμη,
όταν μια γυναίκα τρομαγμένη μπήκε στο ναό και άρχισε να φωνάζει
πως οι άνδρες του Κεμάλ δεν σέβονται τίποτα. Όπως εξήγησε,
έκαιγαν τις εκκλησίες και όποιον βρισκόταν μέσα. Η κυρά Μαριγώ την
άκουγε έντρομη. Διέταξε όλους τους υπόλοιπους να πάρουν τα
πράγματά τους και να βγουν έξω να ψάξουν τους δικούς τους. Η
Κωνσταντίνα τύλιξε καλύτερα το μωρό και η Κατερίνα έκρυψε την
εικόνα της Παναγίας μέσα από τα ρούχα της.
Έξω γινόταν χαμός. Έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί την μάνα.
Έβλεπες καπνού όπου και αν κοιτούσες. Έτρεχαν χωρίς να ξέρουν που
πηγαίνουν. Ξαφνικά μια κραυγή ακούστηκε και όλων τα κεφάλια
γύρισαν να δουν τι συνέβη. Είχαν αρπάξει την Κωνσταντίνα.
Χτυπιόταν σαν λυσσασμένη και δάγκωνε με όλη της την δύναμη το
μπράτσο του. Τα παιδιά πήγαν να τρέξουν προς το μέρος της μα οι
γυναίκες τα συγκράτησαν. Ο Αλέξης ξεγλίστρησε από την αγκαλιά της
γιαγιάς του και χίμηξε επάνω του. Ο γεροδεμένος άνδρας τον
μαχαίρωσε και βρίζοντας τον και περιγελώντας τον, έφυγε μακριά με
την κοπέλα. Η Ελένη κραύγαζε ασταμάτητα το όνομα της, έκλαιγε και
χτυπιόταν. Ο παππούς βοήθησε τον Αλέξη να σηκωθεί και το
τραυματισμένο χέρι του αιμορραγούσε. Εγώ τον γνώρισα πολλά
χρόνια αργότερα, μα από αυτό το γεγονός τον θεωρούσα ήρωα.
Ξαφνικά, από εκεί που όλα γύρω τους έμοιαζαν να καταρρέουν
και να μην υπάρχει καμία σωτηρία, φάνηκαν οι γονείς. Τους έσφιξαν
στην αγκαλιά τους, και η συγκίνηση ήταν τεράστια. Ήταν σαν ένα
σωσίβιο μέσα στην κοσμοπλημμύρα. Αυτή η θαλπωρή της
οικογένειας, αυτό το αίσθημα έκανε όλα τα παιδιά να ξεχάσουν για
μια στιγμή την όλη κατάσταση. Το μωρό άρχισε πάλι να κλαίει και
τους έβγαλε από εκείνη την όμορφη στιγμή. Όταν ξεπέρασαν το σοκ
της συνάντησης οι γονείς απόρησαν για την προέλευση του μωρού.
Δεν έχουμε χρόνο, θα σας εξηγήσουμε στο καράβι, τους αποκρίθηκε
ο παππούς. Και όντως χρόνος δεν υπήρχε. Οι στιγμές ήταν κρίσιμες.
Κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε. Όσο έμεναν, κινδύνευαν.
Στη βάρκα
Η ώρα μέχρι να ανέβουν στην βάρκα, που όπως έμαθαν την
έλεγαν “Άγιος Νικόλαος”, τους φάνηκε ατελείωτη. Οι μεγάλοι
έδειχναν τα χαρτιά τους και τα χαρτιά των παιδιών ώστε να μπούνε
στην βάρκα. Αυτό όμως δεν αρκούσε. Ο ψηλός άνδρας που στεκόταν
εκεί και έλεγχε τα χαρτιά, ζητούσε αντάλλαγμα για να τους αφήσει να
μπουν και κοιτούσε πονηρά τις γυναίκες. Η κυρία Ζωή έδωσε τα
ακριβότερα κοσμήματά της από την Γαλλία, η προγιαγιά σας έβγαλε
και του άφησε στη χούφτα του τα σκουλαρίκια της, η γιαγιά του
Αλέξη, την βέρα της, που δεν είχε βγάλει ποτέ της παρόλο που ο
άνδρας της είχε πεθάνει 13 χρόνια πριν και ο παππούς ένα ολόχρυσο
ρολόι. Αυτά ήταν αρκετά για να τον πείσουν ευτύχως.
Η βάρκα ασφυκτιούσε από τον πολύ κόσμο. Ούτε καρφίτσα δεν
χωρούσε να πέσει. Τόσο στριμωγμένοι ήταν. Κολλημένοι σαν
βδέλλες. Κάθε λογής άνθρωποι, νέοι και γέροι. Όλοι ήταν σκυθρωποί
μην ξέροντας τι περιμένουν. Μορφές θλιμμένες, απαισιόδοξες.
Έβλεπαν όλοι την πόλη να καίγεται, την ζωή τους να καταστρέφεται
και την καθημερινότητα τους να αλλάζει εντελώς. Ευτυχώς στη βάρκα
βρέθηκε ένα κορίτσι που κουβαλούσε γάζες μαζί της και τύλιξε
προσεκτικά το τραύμα του Αλέξη που αιμορραγούσε. Δεν έμαθαν το
όνομα της, αλλά ο Αλέξης την αποκαλούσε άγγελο και αυτή η τυχαία
γνωριμία τον έκανε να χαμογελάσει εκείνη τη στιγμή.
Και δεν έφτανε αυτό. Το μωρό δεν σταματούσε να κλαίει και
ήταν φανερός ο λόγος. Πεινούσε. Είχε πολλές ώρες να φάει. Μήτε
είχε κάποιος του γάλα, μήτε ήταν εκεί η μητέρα του να το θηλάσει.
Ένα αγόρι που όπως φαίνεται είχε παρατηρήσει την κατάσταση,
πλησίασε τον Αλέξη που κρατούσε το μωρό και βρήκε το θάρρος να
του μιλήσει. Έχει και η μητέρα μου ένα μωρό εδώ και λίγους μήνες,
είπε ντροπαλά. Μπορεί να βυζάξει αυτή το μωρό. Μια τελευταία
λύση έκτακτης ανάγκης, μα η γυναίκα που βρέθηκε στην βάρκα
έμοιαζε θεόσταλτη και χάρη σε αυτήν κρατήθηκε το μωρό στη ζωή.
Το ταξίδι ήταν πολύωρο και το μωρό δεν ήταν το μόνο πρόβλημα.
Ο Χριστόφορος ψηνόταν στον πυρετό. Η κατάσταση δεν βελτιωνόταν.
Ο μοναδικός που είχε πάνω του φάρμακα ήταν ο καπετάνιος μα δεν
ήταν σίγουρος αν ήταν κατάλληλα για ένα παιδί. Ο γιατρός
επιβεβαίωσε πως δεν διατρέχει μεγάλο κίνδυνο και έτσι το πήρε και
μετά από λίγη ώρα ένιωσε καλύτερα. Όλη αυτήν την ώρα τα αγόρια
έβρεχαν τα χέρια τους στη θάλασσα για να τον δροσίσουν. Δεν καίει
πια, φώναξε η μαμά του απότομα και τον φίλησε στο μέτωπο.
Γυρνώντας το Αιγαίο
Στην Χίο οι άνθρωποι ήταν απόμακροι και φοβισμένοι. Όλους
τους πρόσφυγες τους έλεγαν Τούρκους και όποτε το άκουγαν αυτό
τα παιδιά εξαγριωνόντουσαν και ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν
τσακωμό, μα ο παππούς φρόντιζε να τους υπενθυμίζει πως δεν το
κάνουν από μίσος, αλλά από άγνοια. Έμειναν για λίγο καιρό σε ένα
σπίτι όλοι μαζί. Δύο δωμάτια, για μια ντουζίνα ανθρώπους και ένα
μωρό 2 μηνών ήταν υπερβολικά μικρό, μα τουλάχιστον υπήρχε μια
στέγη πάνω από το κεφάλι τους. Οι άνδρες πήγαν να δουλέψουν στα
μαστιχόδεντρα και πήγαν μαζί και τα αγόρια που ήταν μικρά και
ευκίνητα και έκαναν γρήγορα τη δουλειά. Κουραστική δουλειά κάτω
από τον ήλιο και όποτε γυρνούσαν στο προσωρινό τους σπίτι, τα
χέρια τους είχαν πρηστεί και τα πόδια τους πονούσαν. Όμως με το
ελάχιστο μεροκάματο και το αλεύρι και τα φρούτα που τους
πρόσφερε ένας καλοσυνάτος γείτονας - που δεν είχε τις
προκαταλήψεις των υπολοίπων - κατάφεραν να τα βγάζουν πέρα.
Ωστόσο, δεν έμειναν για πολύ στη Χίο. Μετά από κάποιους
μήνες κατέληξαν στην Κρήτη, αλλά δεν έμειναν για πάνω από δύο
βδομάδες, καθώς δουλειές στο νησί δεν υπήρχαν. Και είναι
πανέμορφο νησί. Τότε το μόνο που τους ένοιαζε ήταν να πάνε στην
Θεσσαλονίκη. Εκεί ήταν η αδερφή της κυρίας Ζωής και γενικά
ακουγόταν πως στην πρωτεύουσα και στην συμπρωτεύουσα οι
ευκαιρίες ήταν πολύ περισσότερες.
Πηγαίνοντας με το καράβι στην Θεσσαλονίκη, διέταξαν σε όλους
τους πρόσφυγες να κάνουν αναγκαστική στάση στην Αθήνα για
έλεγχο. Δεν κατάλαβαν το γιατί μα δεν μπορούσαν να κάνουν και
αλλιώς. Στην Αθήνα χώρισαν τους μεγάλους από τα παιδιά και τους
έκαναν πλήρη ιατρικό έλεγχο. Γυμνοί, στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον
άλλον, φοβισμένοι. Πίστευαν ότι ήταν φορείς πολλών μεταδοτικών
ασθενειών. Τους ξύρισαν τα κεφάλια για τις ψείρες και τα κορίτσια
έκλαιγαν που θα έχαναν τα μακριά πλούσια μαλλιά τους. Αυτό το
γεγονός τους σημάδεψε. Η εξωτερική τους εμφάνιση ήταν αλλιώτικη
πλέον. Διέφεραν από τους υπόλοιπους. Στιγματίστηκαν και
περιθωριοποιούνταν για αρκετούς μήνες μέχρι να ξαναγίνουν όπως
πριν.
Θεσσαλονίκη, μια καινούργια ζωή
Στη Θεσσαλονίκη η ζωή δεν ήταν εύκολη. Εκεί κάποιοι
πρόσφυγες ενώθηκαν και έφτιαχναν συνοικίες. Λεφτά δεν υπήρχαν
καλά καλά για να ζήσουν, πως θα κατάφερναν να πάρουν σπίτι; Μα
ο Θεός είναι μεγάλος. Η προγιαγιά σας καθάριζε σπίτια, ο
προπάππους σας έκανε τρεις δουλειές για να τα καταφέρει, η κυρία
Ζωή δίδασκε γαλλικά και αγγλικά και ο γιατρός ήταν ο μόνος που
άσκησε το επάγγελμα του. Βλέπετε πάντα υπάρχει ανάγκη για έναν
γιατρό. Ο Χριστόφορος, ο Αλέξης κι ο Αναστάσης μοίραζαν
εφημερίδες, η Κατερίνα δίδασκε πιάνο σε παιδιά και η Ελένη έκανε
την μοδίστρα. Όλα αυτά όμως μετά το σχολείο. Οι γονείς τους δεν θα
τους επέτρεπαν να παραμελήσουν τα γράμματα. Και τίποτε από αυτά
δεν θα συνέβαινε αν δεν ήταν μεγάλη ανάγκη. Έτρωγαν πολλά
όσπρια, έκαναν πολλές θυσίες και τελικά τα κατάφεραν. Δυστυχώς, η
κυρά Μαριγώ δεν πρόλαβε να τα δει. Πέθανε από τύφο. Ήταν ήδη
ταλαιπωρημένη από τον Σεπτέμβρη.
Με τα πολλά κατόρθωσαν να πάρουν δύο σπίτια. Ο Αλέξης, η
γιαγιά του και το μωρό, έμεινε με την οικογένεια του Χριστόφορου.
Και οι θυσίες συνεχίστηκαν μέχρι να ολοκληρωθούν στα σπίτια. Όσο
κουρασμένοι και αν ήταν, πάντα προσεύχονταν όλοι μαζί το βράδυ
μπροστά από το εικονοστάσι. Άλλωστε αυτό τους έδινε δύναμη. Ήταν
μαζί. Αυτό είχε σημασία. Μια οικογένεια ενωμένη μπορεί να τα
ξεπεράσει όλα.
Ήταν τέλος της Άνοιξης, όταν έγινε η βάπτιση του μωρού. Είχαν
πάρει από ένα κυριακάτικο καλό ρούχο με αφορμή εκείνη τη μέρα.
Γέμισε χαρά το σπίτι και ωραίες μυρωδιές. Πήγαν στην εκκλησία
καλοντυμένοι, σχεδόν ευτυχισμένοι εκείνη τη μέρα. Το μωρό το είπαν
Μαρία, εις μνήμην της κυρά Μαριγώ και προς τιμή της Παναγίας που
τους βοήθησε στο νέο ξεκίνημα. Η κυρά Φιλιώ μαγείρεψε
σουτζουκάκια σμυρνέικα και το σπίτι μοσχοβολούσε. Ήταν η πρώτη
φορά που μπήκε κρέας στο σπίτι. Πολύ ακριβό για την τσέπη τους.
Όλοι ήταν αισιόδοξοι και πάλεψαν για το καλύτερο.
Δώδεκα χρόνια αργότερα
Όλα είχαν αλλάξει από την παλιά τους ζωή στην Σμύρνη. Οι
επιφανείς οικογένειες που πτώχευσαν σε μια στιγμή, κατάφεραν να
επιβιώσουν και κυρίως να ζήσουν με αξιοπρέπεια. Ένα γράμμα τους
θύμισε τη μέρα της καταστροφής. Δεν το περίμενε κανείς. Μόλις, είδε
το όνομα του αποστολέα η Κατερίνα, σάστισε. Δεν μπορούσε να
πιστέψει στα μάτια της. Είναι από.. την.. Κωνσταντίνα, ψέλλισε. Οι
μισοί την λογαριάζανε για νεκρή, και οι άλλοι μισοί προσεύχονταν να
είναι κάπου καλά. Έστελνε να πει πως ήταν καλά και να ενημερώσει
πως σε λίγες μέρες θα τους επισκέπτονταν. Η χαρά όλων ήταν
μεγάλη.
Η άφιξη της Κωνσταντίνας ενθουσίασε μέχρι και τον παππού
Φαίδων που τελευταία έμοιαζε θλιμμένος και του έλειπε πολύ το
σπίτι στη Σμύρνη. Η Κωνσταντίνα ήταν μια πανέμορφη αρχοντική
γυναίκα κοντά στα τριάντα πλέον. Είχε μαζί της δύο αγόρια όχι πάνω
από δέκα έντεκα χρονών με καστανά μπουκλάκια. Όπως μας εξήγησε,
ο Τούρκος που την άρπαξε, την βίασε μα κατάφερε να ξεφύγει
αργότερα και να μπει σε μια βάρκα και να φτάσει στην Μυτιλήνη.
Σκέφτηκα μέχρι και να πέσω να πνιγώ στην θάλασσα , είπε με δάκρυα
στα μάτια, στην θύμηση των γεγονότων. Πολλές γυναίκες το έκαναν.
Κάτι όμως με έλεγε να αγωνιστώ για το μέλλον μου, συνέχισε. Δεν
ήταν καθόλου εύκολο.
Στη Μυτιλήνη, ένας γιατρός που την εξέτασε, της επιβεβαίωσε την
εγκυμοσύνη είχε ήδη αρχίσει να αντιλαμβάνεται από τις ναυτίες που
την βασάνιζαν. Επρόκειτο να αποκτήσει δίδυμα. Πείσμωσε και
αποφάσισε ότι θα κάνει τα αδύνατα δυνατά για να τα μεγαλώσει.
Και πράγματι μέχρι και σήμερα αυτά μου δίνουν δύναμη, είπε
χαϊδεύοντάς τα. Μετά από την Μυτιλήνη πήγε στην Καβάλα όπου και
ζει μέχρι σήμερα. Εκεί γνώρισε την κυρά Φροσύνη που την πήρε στο
σπίτι της, την φρόντισε και της έδωσε μια καινούργια ζωή. Σαν κόρη
της την είχε. Τα αγοράκια που γεννήθηκαν τα ονόμασε Ανδρέα και
Αντώνη, τα ονόματα του αρραβωνιαστικού της και του πατέρα της.
Και η Παναγιά σας βοήθησε αυτούς τους δύσκολους καιρούς, είπε η
κυρά Φιλιώ και την έσφιξε στην αγκαλιά της. Από τότε ήταν πάλι
μέρος της οικογένειας τους και σε γιορτές και καλοκαίρια βρίσκονταν
πάλι μαζί.
Και τα παιδιά ενηλικιώθηκαν
Τα χρόνια πέρασαν και τα κορίτσια έγιναν σωστές δεσποινίδες
και τα αγόρια ολόκληρα παλικάρια. Και πώς συνεχίστηκαν οι ζωές
των παιδιών παππού, ρώτησε η μικρή Λυδία. Θα σας τα πω με λίγα
λόγια γιατί δεν έχουμε πολύ χρόνο. Σε λίγο πρέπει να πάμε στην
εκδήλωση. Λοιπόν, η μικρή Κατερίνα, σπούδασε και έγινε νοσοκόμα
και όταν ήρθε η ώρα να παντρευτεί, αρνήθηκε τα προξενιά,
εξοργίζοντας τον πατέρα της. Τελικά ύστερα από λίγους μήνες ήρθε
να της ζητήσει το χέρι ο Αναστάσης και όλοι ήταν πανευτυχείς. Η
Ελένη, που είχε πιο μοντέρνες απόψεις , ήθελε να παντρευτεί από
έρωτα και πράγματι τα κατάφερε και καλοπαντρεύτηκε με έναν
γιατρό, συνάδελφο της Κατερίνας. Ο Αλέξης βρήκε τον άγγελό του.
Συνάντησε στην σχολή του το κορίτσι που στην βάρκα του είχε τυλίξει
με γάζες το χέρι του που αιμορραγούσε. Ο Αλέξης έλεγε ξανά και ξανά
πως ο Θεός την έστειλε πάλι στη ζωή του και χαμογελούσε συνεχώς
από εκείνη την μέρα της τυχαίας συνάντησης. Ακόμα και μέχρι την
μέρα που πέθανε ήταν ο πιο χαρούμενος άνθρωπος. Η Μαρία
παντρεύτηκε τον Ανδρέα και ο Αντώνης έγινε παπάς.
Το πως γνώρισε ο προπάππους σας την προγιαγιά σας το
γνωρίζετε πολύ καλά. Η μαμά μου ήταν μια πολύ δυναμική
πανέξυπνη γυναίκα με μαλλιά κόκκινα σαν την φωτιά, ταπεραμέντο
και διάθεση για ζωή. Ομόρφαινε τον χώρο και τους έκανε όλους να
χαμογελούν. Φιλότιμη και εργατική. Δεν το έβαζε ποτέ κάτω και
πάντα χαμογελούσε. Το ομορφότερο χαμόγελο. Κατάφερε να φτιάξει
μαζί με τον Χριστόφορο μια αξιοζήλευτη οικογένεια. Υποσχέθηκαν
και με έβαλαν να υποσχεθώ πως τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας και
τα δισέγγονα μας θα ξέρουν για την καταγωγή τους και θα είναι
περήφανα. Δεν είναι απλά μια ιστορία. Πριν τέσσερα χρόνια κάναμε
ένα ταξίδι στη Σμύρνη και κάποιοι από εσάς την είδαν. Σκεφτόμαστε
του χρόνου να επαναλάβουμε το ταξίδι. Είναι η αγαπημένη μου πόλη,
είναι οι ρίζες σας. Θέλω όλοι σας να την γνωρίσετε.
Άρα, παππού για αυτό είμαστε τόσο δυνατοί εμείς; Επειδή
είμαστε από την Σμύρνη ρώτησε η μικρή που είχε κουρνιάσει στην
αγκαλιά μου τόση ώρα. Ναι καρδιά μου, για αυτό, της απάντησα
κλαίγοντας. Και Σμυρνιός θα πει αετός, φώναξε ο μεγαλύτερος
εγγονός μου. Ναι παιδί μου, είπα και βούρκωσα από περηφάνεια. Η
Σμύρνη ήταν ένα κομμάτι της ψυχής μας που δεν καταστράφηκε, δεν
κάηκε, δεν ξεριζώθηκε, μα έμεινε ολοζώντανο.
Λεμονή Δήμητρα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου